προσπασσαλώ

προσπασσαλώ
και αττ. τ. προσπατταλῶ, -όω, Α
1. προσπασσαλεύω*
2. μτφ. εμβάλλω κάτι σε κάποιον («ἑκάστη ἡδονή τε καὶ λύπη προσπασσαλοῑ τῷ σώματι τὴν ψυχήν», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + πασσαλῶ (< πάσσαλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”